-
1 множество
το πλήθος, η πληθώρα, το σύνολοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > множество
-
2 ансамбль
ансамбль м 1) το σύνολο* * *м1) το σύνολοархитектурный анса́мбль — το αρχιτεκτονικό σύνολο
2) το συγκρότημαанса́мбль пе́сни и пля́ски — το συγκρότημα λαϊκών τραγουδιών και χορού
-
3 целое
цел||оес1. τό ὅλο[ν], τό σύνολοΜ:единое \целое τό ἐνιαϊσ σύνολο· архитектурное \целое τό ἀρχιτεκτονικό σύνολο·2. мат ὁ ἀκέραιος (αριθμός)· ◊ в \целоеом συνολικά, ἐν γένει· в общем и \целоеом στό σύνολο. -
4 поголовье
-я ουδ. (για ζώα)• ο συνολικός αριθμός, το σύνολο•конское поголовье колхоза το σύνολο των αλόγων του κολχόζ•
поголовье овоц το σύνολο των προβάτων.
-
5 совокупность
-и θ.το σύνολο, η ολότητα•, совокупность условий το σύνολο των συνθηκών•совокупность данных το σύνολο των δεδομένων (στοιχείων).
-
6 комплекс
1. мат. το σύμπλεγμα των καμπυλών 2. (совокупность производственных зданий и т.п.) το συγκρότημα 3. (совокупность, сочетание) το σύνολο, το σύνολο των μέσωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > комплекс
-
7 итого
-
8 коллектив
-
9 совокупность
-
10 сумма
-
11 ансамбль
ансамбльм1. τό σύνολο[ν]:архитектурный \ансамбль τό ἀρχιτεκτονικό σύνολο;2. (художественный коллектив) τό καλλιτεχνικό συγκρότημα. -
12 поголовье
поголовьес (скота) ὁ ἀριθμός τῶν ζώων, τό σύνολο των κτηνών, τα κεφάλια:конское \поголовье τό σύνολο των ἀλόγων. -
13 совокупность
совокупностьж τό σύνολο[ν]:по \совокупностьости παίρνοντας ὑπ' ὅψη τό σύνολο· в \совокупностьости συνολικά. -
14 сумма
су́мм||аж1. мат τό ποσόν, τό ἀθροισμα, ἡ σούμ(μ)α·2. (общее количество) τό σύνολο:\сумма знаний τό σύνολο τών γνώσεων в \суммае συνολικά, ἐν συνόλω·3. (определенное количество денег) τό ποσό[ν]:\сумма вкладов τό ποσό τών καταθέσεων. -
15 ансамбль
-я α.1. το σύνολο, το ανσάμπλ•архитектурный ансамбль αρχιτεκτονικό σύνολο.
2. συγκρότημα (καλλιτεχνικό, θεατρικό κ.τ.τ.). -
16 контингент
-а α.1. σύνολο (ανθρώπων)•учащихся το σύνολο των μαθητών.
2. καθορισμένο ποσό, το κανονικό, η νόρμα•контингент строительных материалов το καθορισμένο (προβλεπόμενο) ποσό δομικών υλικών.
-
17 состав
-а α.1. το σύνολο•состав словарный состав языка το λεξιλόγιο μιας γλώσσας, ο θησαυρός λέξεων μιας γλώσσας.
|| (χημ.) η σύνθεση, τα συστατικά. || ενώσεις, μείγμα, διάλυμα.2. το προσωπικό• το σώμα•преподавательский состав το διδακτικό προσωπικό•
офицерский состав το σώμα αξιωματικών•
командный состав οι διοικητές•
руководящий состав οι καθοδηγητές•
лтный состав οι αεροπόροι.
3. αμαξοστοιχία, συρμός•пассажирский состав επιβατική αμαξοστοιχία.
|| σώμα ανθρώπου.εκφρ.в -е – σε σύνολο, σε αριθμό, σε ποσότητα•президиум в -е семи человек – προεδρείο από εφτά άτομα•в полном - – θ σε πλήρη απαρτία•состав преступления – το σώμα του εγκλήματος. -
18 сумма
-ы θ.1. (μαθ.) το άθροισμα•сумма трёх чисел άθροισμα τριών αριθμών.
2. ποσό, ποσότητα, σύνολο•вся сумма человеческих знаний το σύνολο των ανθρώπινων γνώσεων.
3. ποσό χρημάτων•затрачены крупные -ы ξοδεύτηκαν μεγάλα ποσά.
-
19 автопарк
το αμαξοστάσιοτο σύνολο των διαθεσίμων αυτοκινήτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > автопарк
-
20 агрегатирование
маш. η ένωση των μηχανών σε σύνολο/μπλοκ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрегатирование
См. также в других словарях:
σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… … Dictionary of Greek
σύνολο — το πλήθος προσώπων ή πραγμάτων: Το σύνολο των μαθητών δέχτηκε με χαρά την απόφαση του σχολείου. – Το σύνολο των γεωργικών προϊόντων εξάγεται σ αυτή τη χώρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δέσμη — Σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συγκρατούνται με περιτύλιγμα ή δεσμό· ορμαθός, πακέτο, χούφτα. (Μαθημ.) Οικογένεια καμπύλων στο επίπεδο ή επιφανειών στον χώρο, που συνδέονται γραμμικά με τις παραμέτρους. Για παράδειγμα, μια δ. γραμμών στο επίπεδο… … Dictionary of Greek
πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek
αναπαιδαγώγηση — Σύνολο ενεργειών που επιδιώκουν να επαναφέρουν άτομα που κωλύονται από χρόνια κατωτερότητα σε μια πλήρη απόλαυση των κοινωνικών δικαιωμάτων τους. Η έννοια της α. πρέπει να νοηθεί με ευρύτητα, δεδομένου ότι η αντικειμενική κατωτερότητα μπορεί να… … Dictionary of Greek
ακτοφυλακή — Σύνολο μονάδων και υπηρεσιών, κατά κύριο λόγο ναυτικών, στις οποίες ορισμένα κράτη έχουν αναθέσει ποικίλα καθήκοντα, τα οποία πρέπει να εκτελούνται στις παράκτιες ζώνες και αφορούν την παροχή βοήθειας σε πλοία και αεροπλάνα, διάσωση ναυαγών,… … Dictionary of Greek
αλυσίδα — Σύνολο από αλληλένδετους μεταλλικούς κρίκους, που σχηματίζουν ένα όργανο ανθεκτικό στην έλξη. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανύψωση φορτίων, για τη μετάδοση της κίνησης και για την αγκυροβόληση πλοίων. Οι κρίκοι μπορούν να κατασκευαστούν από… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
καταβολισμός — Σύνολο διαδικασιών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα στα ζωντανά κύτταρα, με σκοπό την κινητοποίηση των αποθηκευμένων εφεδρικών ουσιών (κυρίως γλυκογόνο και λίπος, σε μικρότερο βαθμό πρωτεΐνες) και την καύση τους προς νερό και διοξείδιο του άνθρακα για… … Dictionary of Greek
κλιματισμός — Σύνολο λειτουργιών χάρη στις οποίες διατηρούνται, σε έναν ή περισσότερους χώρους, καθορισμένες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και καθαρότητας του αέρα, εξασφαλίζονται ανετότερες συνθήκες ζωής και εργασίας ή εκπληρώνονται ιδιαίτερες απαιτήσεις… … Dictionary of Greek